- λόφιος
- λόφ-ιος· ἀκρώμιον, ἢ ἀκρώνιον, Id. (Cf. λοφορρῶγα.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λόφιος — ο ζωολ. γένος λοφιόμορφων τελεόστεων ιχθύων τής οικογένειας lophidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lophius < νεολατ. lophius < λόφος] … Dictionary of Greek